μουρλαίνω

μουρλαίνω
μούρλανα, μουρλάθηκα
1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, παλαβώνω: Μουρλάθηκε από χαρά.
2. μτφ., θυμώνω, εκνευρίζω, ζαλίζω: Με μούρλαναν οι μαθητές μου και τους έβαλα τις φωνές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουρλαίνω — μουρλαίνω, μούρλανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουρλαίνω — [μούρλος] 1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω 2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του») β) ερεθίζω, ζαλίζω («τόν μούρλανε με τα χάδια της») 3. παθ. μουρλαίνομαι κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά… …   Dictionary of Greek

  • κουζουλαίνω — μουρλαίνω κάποιον, τον κάνω κουζουλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουρλαίνω — 1. τρελαίνω 2. καταπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < βουρλίζω, κατά τα συνώνυμα μουρλαίνω, τρελαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ζουρλαίνω — [ζουρλός] 1. κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω, μουρλαίνω («τόν ζούρλαναν από το ξύλο») 2. ξεμυαλίζω, ξετρελαίνω 3. προξενώ σε κάποιον υπερβολική χαρά («τόν ζούρλανε με τα νέα που τού έφερε») …   Dictionary of Greek

  • μούρλα — και μούρλια, η 1. τρέλα, παραφροσύνη, ανισορροπία 2. μτφ. απερίσκεπτη ενέργεια 3. (στον τ. μούρλια) α) ως επίθ. έξοχος, υπέροχος («αγόρασα ένα φόρεμα μούρλια») β) (ως επίρρ.) έξοχα, θαυμάσια («σού πάει μούρλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ …   Dictionary of Greek

  • ξεμουρλαίνω — 1. αποτρελαίνω 2. ξελογιάζω, ξεμυαλίζω («τόν ξεμούρλανε μια μικρούλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + μουρλαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”